-
1 περισπάω
A- σπάσω D.S.20.3
, A.D.Pron.87.15 :—draw off from around, strip off, Isoc.Ep.9.10 ; τὸ χλαμύδιον αὑτοῦ π. D.S.19.9, etc.:—[voice] Med., strip oneself of,τὴν τιάραν X.Cyr.3.1.13
(so also in [voice] Act.,π. τὴν πορφύραν Plu. Aem.23
).II wheel about, of a general, Plb.1.76.5 ; intr. of the troops, Id.3.116.5 ; esp. wheel twice through a right angle, Ascl. Tact.12.6,al. ; of a horse's bit, οὐ πάνυ π. not pulling it violently round, Luc.Merc.Cond.21.III draw off or away, divert, εἰς τοὐναντίον [τὴν πολιτείαν] Arist.Pol. 1307a24 ;τροφὴν εἰς τὸ περικάρπιον Thphr.CP1.16.2
;π. τοὺς Ῥωμαίους Plb.9.22.5
;τὸν πόλεμον Id.1.26.1
; π. τὴν δύναμιν αὐτοῦ draw it away, Plu.Cic.45 ;ἀπὸ τῆς πατρίδος π. τοὺς βαρβάρους D.S.20.3
;τὸν ἐντὸς.. θόρυβον ἐπὶ τοὺς ἔξω πολέμους D.H.6.23
;π. περὶ τὰς ἔξω στρατείας τὸν δῆμον Id.9.43
: —[voice] Pass.,π. ὑπό τινων PStrassb.112.13
(ii B. C.) ;πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος Luc. DDeor.30.11
; ἕως τοῦ ἔξω τόπου π. to be drawn away and expanded, opp. συστέλλεσθαι, Arist.Pr. 863a5.3 divert, distract, Plu.2.96b, 16oc ;π. [τὴν διάνοιαν] ἀπό τινος Metrod.Herc.831.4
, cf. Phld.Rh.2.53 S., al., Onos.42.6 :—[voice] Pass., to be distracted or engaged,π. ταῖς διανοίαις Plb. 15.3.4
;ὑπὸ βιωτικῆς χρείας D.S.2.29
, cf. Phld.Po.Herc.994.24, al.;μηδ' ὑφ' ἑνὸς περισπωμένη ἡ πόλις IG22.1304.7
;περί τινος LXX Si.41.2
;περὶ πολλὴν διακονίαν Ev.Luc.10.40
: abs., Plb.4.10.3.4 steal,ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ἀνάθημα Philostr.Gym.45
:—[voice] Pass., ἅπαντα περιέσπασμαι I have been robbed of all, Men.Epit. 143.5 [voice] Pass., c. inf., to be compelled to do a thing, περιησπάσθην (sic)ἀνενεγκεῖν PUniv.Giss.19.4
(i A. D.).IV Gramm., pronounce a vowel or word with the circumflex, A.D.Pron.33.24, al., Plu.Thes.26, etc.; esp. on the last syllable, Ath.2.52f, etc.;π. τὸν τόνον A.D.Pron.87.15
;τῷ τόνῳ Gal.16.495
; περισπώμεναι [λέξεις] D.H.Comp.11 ; π. [προσῳδία] D.T.630.2, Ph.1.29 ; περισπώμενος [φθόγγος] ib.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισπάω
-
2 περισπαω
1) стаскивать, совлекать(ἑαυτοῦ τὸ χλαμύδιον Diod.)
περισπᾶσθαι τέν τιάραν Xen. — сорвать с себя тиару2) вытаскивать(ξίφος Eur.)
3) отвлекать в другую сторону, оттягивать(τοὺς Ῥωμαίους Polyb.; ἀπὸ τῆς πατρίδος τοὺς βαρβάρους Diod.; τέν δύναμιν εἴς τινα Plut.)
4) увлекать, развлекать, занимать(ὑφ΄ ἡδονῆς περισπᾶσθαι Plut.)
περισπᾶσθαι περὴ πολλέν διακονίαν NT. — хлопотать о большом угощении5) воен. совершать захождение, отводить войска Polyb.6) поворачивать7) произносить протяжно(τέν δευτέραν συλλαβήν Plut.)
8) грам. снабжать облеченным ударением Sext. -
3 διαστρατηγέω
A assume the position of general, Plu.Phoc.25, Aem. 13,al.II trans., to out-general,τοὺς Ῥωμαίους Plb.21.39.9
;τοὺς βαρβάρους Dion.Byz.53
.2δ. τι
practise stratagems,Plb.
16.37.1.3 δ. πόλεμον conduct a war to its close, Plu.Sull.23; δ. τὰν ἀρχάν Polusap.Stob.3.9.51.4 at Rome, come to the end of one's praetorship, D.C.54.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστρατηγέω
-
4 πτοία
πτοία, ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.
-
5 περι-σπάω
περι-σπάω (s. σπάω), 1) herum, darüber ziehen, reißen. – 2) ringsum abziehen, wegnehmen, bes. wie π εριδύω (die Kleider), Einen ganz ausziehen; dah. ξίφος περισπᾷν, ein Schwert rings entblößen, ganz aus der Scheide ziehen, Eur. I. T. 296; περισπᾶσϑαι τὴν τιάραν, vom Kopfe reißen, Xen. Cyr. 3, 1, 13. – 3) weg- u. anderswohin ziehen, πόλεμον ἐκεῖ, Pol. 1, 26, 1, τοὺς Ῥωμαίους, 9, 22, 5, ihre Aufmerksamkeit oder Sorge auf einen andern Punkt hinrichten (wie Plut. Fab. 22); vgl. περισπᾶσϑαι ταῖς διανοίαις, 15, 3, 4; in der Taktik, schwenken u. Kehrt machen lassen, 1, 76, 5; Luc. vrbdt auch πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος, D. D. 20, 11; – Gramm. συλλαβήν, eine Sylbe lang mit dem Circumflex aussprechen, Plut. Thes. 26, Scholl.
-
6 περι-μυκάομαι
περι-μυκάομαι (s. μυκάομαι), rings umbrüllen; τύμπ ανα περιεμυκᾶτο τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Crass. 26; περιμυκήσωνται, Orph. lith. 207.
-
7 εἴλω
εἴλω, od. εἴλλω, att. εἵλλω, häufiger εἰλέω, att. εἱλέω, vgl. ἴλλω (eigtl. FΕΛ, volvo, wie auch ἐείλεον, ἐελμένος u. ä. zeigen), 1) drängen, zusammendrängen; εἰλέω Il. 8, 215; med., sich zusammendrängen, ἀμφὶ βίην Διομήδεος εἰλόμενοι Il. 5, 782; ἀνδρῶν εἰλομένων, wo Menschen sich in dichten Schaaren zusammendrängen, 5, 203; vgl. εἰλουμένους περὶ τὸν ἄρχοντα Plut. Lyc. 25; μύρμηκες εἱλούμενοι Luc. Icarom. 19; pass., εἰλεῦντο ἐς ποταμόν, sie wurden in den Fluß gedrängt, Il. 21, 8; ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατεῤῥιζοῦτο Plat. Tim. 76 b; γῆ περὶ τὸν διὰ παντὸς πόλον τεταμένον εἱλλομένη (εἱλουμένη v. l.), die sich um die Achse andrängt, ib. 40 b; μὴ νῠν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί, verwickle dich nicht in die Gedanken, Ar. Nubb. 751; Hom. hat so auch aor. II. pass. ἐάλην, ἀλῆναι u. ἀλήμεναι, εἰς ἄστυ ἄλεν, in die Stadt gedrängt, Il. 22, 12, vgl. 18, 76. 21, 607; Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνϑάδε πάντας, sich hier zusammenzudrängen. 5, 823; ἀλὲν ὕδωρ, zusammengelaufenes und eingeschlossenes Wasser, 23, 420. – Vor sich hindrängen, treiben, ϑῆρας ὁμοῠ εἰλεῠντα Od. 11, 573. – 2) einschließen, einengen; Ἀχαιοὺς Τρῶες ἐπὶ πρύμνῃσιν ἐείλεον Il. 18, 447; εἴλει ἐνὶ σπῆϊ, hielt eingesperrt, Od. 12, 210; so auch aor. I. ἔλσαι u. ἐέλσαι, z. B. ἔλσαν δ' ἐν μέσσοι σι Il. 11, 413; λαὸν κατὰ τείχεα ἔλσαι, gegen die Mauer zusammendrängen, 21, 295, vgl. 1, 409. 18, 294. 21, 225; perf. pass., κατὰ ἄστυ ἐέλμεϑα 24, 662, vgl. 5, 203. 18, 287; Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος, durch Zeus Rathschluß in die Enge getrieben, im Zaume gehalten, Il. 13, 524; – νῆα κεραυνῷ ἔλσας, mit dem Blitze treffend, Od. 5, 132. 7, 250. – Auch Sp., wie Plut., τοὺς Ῥωμαίους εἱλουμένους ἐν ὀλίγῳ Crass. 15. – 3) zusammenziehen; ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον στρατόν Pind. Ol. 11, 45; ἀλῆναι ὑπ' ἀσπίδι, sich unter den Schild zusammenziehen, zusammenducken, Il. 13, 408. 20, 278, wie εἰληϑεὶς ὑπὸ τῇ ἀσπίδι Arr. An. 6, 9, 5; ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας, bergend, Callim. frg. 11; Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν, sich zusammennehmend, Il. 21, 571, wie vom Löwen, der sich zusammenkauert, bevor er auf seine Beute losstürzt, 20, 168; οἴμησεν ἀλείς, alle seine Kräfte nahm er zusammen u. stürzte darauf los, Od. 24, 538. – 41 abhalten, hindern; Il. 2, 294; Aesch. frg. 19. – Bei Sp. auch = umhüllen. Ader μὴ ταχὺς Ἡρακλείτου ἐπ' ὀμφαλὸν εἴλεε βίβλον, entfalte nicht schnell, Ep. ad. 517 (IX, 540). – 5) Pass., sich herumtreiben; τῶν ἐν ποσὶ εἰλευμένων τοισι ἀνϑρώποισι, in der Nähe der Menschen, Her. 2, 76; περὶ τὸ στόμιον Luc.; a. Sp. Auch von den Sternen, kreisen, οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ τὴν σφετέρην εἰλέονται Luc. astrolog. 29. – Sich herumwinden, ἕλιξ εἱλεῖται κατ' αὐτόν, um den Becher, Theocr. 1, 31; περὶ δ' αὐτὸν – εἱλεῖτο φλόξ Hosch. 4, 104; a. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1067 Opp. Cyn. 1, 510. Vgl. übrigens Buttmann Lexik. II S. 141 ff. – Ἐόλει u. ἐόλητο s. unten bes.
-
8 μετα-βολή
μετα-βολή, ἡ, das Umwerfen, Umsetzen, die Veränderung; μεταβολαὶ ἱστίων, wenn der Wind sich ändert, Pind. P. 4, 292; κακῶν, Eur. Herc. Fur. 734; λίαν διδοῦσα μεταβολάς I. T. 722, öfter; αἱ μεταβολαὶ τῶν ὡρέων, bes. plötzlicher Witterungswechsel, Her. 2, 77; ἡ μεταβολὴ ἡ ἐς Ἕλληνας, 1, 57, bezieht sich auf die Veränderung der Volksnamen in den der Hellenen; κακοῦ εἰς ἀγαϑόν Plat. Ax. 366 b, öfter; ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Rep. VIII, 553 d; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον 565 d, öfter, s. auch μεταβάλλω. Oft bei den Oratt.; μεταβολὴ πολλή μοι ἐγένετο, Is. 1, 1; καὶ μετάστασις, Dem. 2, 13; Sp., ἡ περὶ τὸν βίον μετ., Plut. Them. 3; ἡ πρὸς τὸ βέλτιον μετ., Luc. V. H. 1, 30, wie εἰς τοὐναντίον, Pol. 6, 3, 1; ἐπὶ τὸ χεῖρον, 18, 6, 6; auch ἡ πρὸς τοὺς Ῥωμαίους μετ., der Abfall zu den Römern, 9, 26, 2 u. öfter; Pol. braucht es auch oft von tactischen Bewegungen und Schwenkungen, 11, 18. 1, 50. 51; ἐκ μεταβολῆς, umgekehrt, 1, 61, 7; D. Sic. 13, 24. – Veränderlichkeit, im plur., Xen. Hell. 2, 3, 33.
-
9 δια-στρατ-ηγέω
δια-στρατ-ηγέω, 1) das Amt des στρατηγός zu Ende führen, die Prätur niederlegen, Dio Cass. 54, 33; τὰν ἀρχάν, Polus Stob. flor. 9, 54. – 2) πόλεμον, den Krieg als Feldherr durchführen, Plut. Sull. 24 Aemil. 13. – 3) durch Kriegslist betrügen, τοὺς Ῥωμαίους Pol. 22, 22; τί, etwas listig im Kriege ausführen, 16, 37. – Bei Plut. Phoc. 25, ἀλλαχόϑεν ἄλλος διεστρατήγουν, sie mischten sich in das Amt des Feldherrn.
-
10 δι-αγωνιάω
δι-αγωνιάω, in großer Bedrängniß sein, Pol. 4, 10 u. öfter, der auch τοὺς Ῥωμαίους, μὴ κύριοι γένωνται vrbdt, 3, 102.
-
11 ἐφ-ορμέω
ἐφ-ορμέω, ion. ἐπορμέω, mit dem Schiffe vor Anker liegen, gew. in feindlicher Absicht, um den Feind zu blokiren oder zu beobachten, ἐφορμεῖν καὶ τοῦ πορϑμοῦ κρατεῖν Thuc. 4, 24, τῷ λιμένι, den Hafen blokiren, 7, 3 (wie Nic. 3 (V, 44) u. D. Sic. 19, 49); eben so absolut, 1, 116, wo der Schol. εἰς ἐπίϑεσιν εἶναι, πολιορκεῖν erkl.; ἐπὶ τῇ Μιλήτῳ τῷ ναυτικῷ ἐφορμεῖν 8, 30. Da ἐφορμᾶν bei Thuc. nicht vorkommt, ist ἢν ἐφορμῶσιν αὐτοῖς (so für αὐτούς zu schreiben) = auch wenn sie dieselben blokiren sollten, 3, 31; ἐπεὶ οἱ ἐφορμοῠντες ὀλιγώρως εἶχον, ἐξέπλευσαν Xen. Hell. 1, 6, 20; ἐπὶ τῷ λιμένι 6, 2, 7; τῷ στόλῳ τοὺς 'Ρωμαίους ἐπὶ τοῦ στόματος ἐφορμεῖν Pol. 1, 46, 5; – ἐφ' ἣν βοήϑειαν αἱ τριήρεις ὅμως ἐφώρμουν Dem. 19, 322; übertr., τοῖς καιροῖς ἐφορμεῖν, aufpassen, auflauern, 3, 7; vgl. Soph. μηδέ με φύλασσ' ἐφορμῶν, bewachend, gleichsam blokirt haltend, O. C. 816; – anlanden, Xen. Lac. 2, 13, wie auch Thuc. 6, 49 ἐφορμηϑέντες erkl. wird, wo Schäfer ἐφορμισϑέντες ändert; sonst bedeutet das pass. bei Thuc. blokirt gehalten werden, 1, 142. 8, 20.
-
12 ὑπο-φθάνω
ὑπο-φθάνω (s. φϑάνω), zuvoreilen, zuvorkommen, eher thun; ὑποφϑὰς δουρὶ μέσον περόνησεν, er durchbohrte ihn eher, Il. 7, 144; u. im med., ὑποφϑάμενος κτεῖνεν Od. 4, 547; auch c. accus., τὸν ὑποφϑαμένη φάτο μῦϑον, ihm zuvorkommend, eher als er, 15, 471; δεσμόν, Bian. 2 (IX, 227). Auch in sp. Prosa, ὑποφϑάσας τοὺς 'Ρωμαίους Plut. Aemil. P. 26.
-
13 διαγωνιαω
сильно бояться, быть в страхеδιαγωνιάσας τοὺς Ῥωμαίους μέ κύριοι γένωνται τῆς ἀποσκευῆς Polyb. — опасаясь, как бы римляне не захватили снаряжение
-
14 διαπαιδαγωγεω
1) воспитывать(δ. καὴ διαπαιδαγωγεῖσθαι Plat.; δ. τέν ἕξιν Plut.)
2) руководить, править, направлять(τέν πολιτείαν Plut.)
3) развлекать, забавлять, занимать(ἡδονῇ καὴ χάριτί τινα Plut.)
4) увлекать, обхаживать, уговаривать(οὕτως ὅ βάρβαρος διεπαιδαγώγησε τοὺς Ῥωμαίους Plut.)
5) затягивать, продлевать6) выжидать(τὸν καιρόν Plut.)
-
15 ξυντιθημι
тж. med.1) класть вместе, складывать(τι καί τι ὁμοῦ Her.; ὅπλα ἐν τῷ ναῷ Xen.; σῖτον ἐν ἅλῳ Plut.)
στρώματα σ. Xen. — складывать постель;τὰ πρόσθεν σκέλη συνθεὴς καὴ ἐκτείνας Xen. — (о зайце) сложив вместе и вытянув передние лапы;σ. ἄρθρα στόματος Eur. — смыкать уста2) складывать (вместе), присоединять, собирать(λίθους Thuc.; συλλαβάς Plat.)
τούτων πάντων συντιθεμένων Her. — сложив все эти цифры;ἅπαντα συνθεὴς τάδ΄ εἰς ἕν Eur. — принимая все это во внимание;σ. τὸ ἀρχαῖον καὴ τὸ πρόσεργον Dem. — складывать капитал с процентами;ἐν βραχεῖ ξυνθεὴς λέγω Soph. — я сказал (это) вкратце, т.е. вот в чем суть дела;συντιθεὴς γέλων πολύν Soph. — сильно при этом смеясь3) изготовлять, приготовлять, созидать, делать(τι ἀπό τινος Her. и ἔκ τινος Plat.)
σ. τριήρεας Her. — строить триеры;ὅ συνθείς Plat. — создатель, творец4) составлять, слагать, сочинять(μύθους Plat.; τὰ Ἑλληνικά Thuc.)
5) выдумывать, измышлять(ψευδεῖς αἰτίας Dem.)
ὅ ξυνθεὴς τάδε Soph. — тот, кто выдумал (все) это6) затевать, замышлять(ἀπάτην Plut.)
7) поручать, доверять, вверять(τινί τι Polyb.)
8) доставлять(συμμάχους τινί Diod.)
9) тж. med. соображать, понимать, заключатьσύνθετο θυμῷ βουλήν Hom. — он понял (данный ему) совет (ср. 10)10) med. (тж. σ. θυμῷ Hom. - ср. 9) внимать, принимать во внимание(ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο Hom.)
11) med. упорядочивать, приводить в порядок, устраивать(τὰ τῆς πόλεως Xen.)
12) преимущ. med. обусловливать, договариваться(ὅ συντεθεὴς χρόνος Plat.)
ξυνθέσθαι ναῦλον Xen. — договориться об оплате перевоза;συνθέσθαι εἰρήνην Isocr. — заключить мир;συντίθεσθαι συμμαχίαν Her. — заключать военный союз;συντίθεσθαί τινι μισθόν Plat. — уславливаться с кем-л. об оплате;ξυνθέσθαι φιλίαν Xen. — заключить договор о дружбе;ξυνθέσθαι τινί τι и τι πρός τινα Her. — войти в соглашение с кем-л. о чем-л.13) med. биться об заклад(πρός τινα Plut.)
14) med. обещать(ποιεῖν τι Pind., Xen., Plut.)
-
16 περιμυκαομαι
реветь, гудеть вокруг -
17 συντιθημι
тж. med.1) класть вместе, складывать(τι καί τι ὁμοῦ Her.; ὅπλα ἐν τῷ ναῷ Xen.; σῖτον ἐν ἅλῳ Plut.)
στρώματα σ. Xen. — складывать постель;τὰ πρόσθεν σκέλη συνθεὴς καὴ ἐκτείνας Xen. — (о зайце) сложив вместе и вытянув передние лапы;σ. ἄρθρα στόματος Eur. — смыкать уста2) складывать (вместе), присоединять, собирать(λίθους Thuc.; συλλαβάς Plat.)
τούτων πάντων συντιθεμένων Her. — сложив все эти цифры;ἅπαντα συνθεὴς τάδ΄ εἰς ἕν Eur. — принимая все это во внимание;σ. τὸ ἀρχαῖον καὴ τὸ πρόσεργον Dem. — складывать капитал с процентами;ἐν βραχεῖ ξυνθεὴς λέγω Soph. — я сказал (это) вкратце, т.е. вот в чем суть дела;συντιθεὴς γέλων πολύν Soph. — сильно при этом смеясь3) изготовлять, приготовлять, созидать, делать(τι ἀπό τινος Her. и ἔκ τινος Plat.)
σ. τριήρεας Her. — строить триеры;ὅ συνθείς Plat. — создатель, творец4) составлять, слагать, сочинять(μύθους Plat.; τὰ Ἑλληνικά Thuc.)
5) выдумывать, измышлять(ψευδεῖς αἰτίας Dem.)
ὅ ξυνθεὴς τάδε Soph. — тот, кто выдумал (все) это6) затевать, замышлять(ἀπάτην Plut.)
7) поручать, доверять, вверять(τινί τι Polyb.)
8) доставлять(συμμάχους τινί Diod.)
9) тж. med. соображать, понимать, заключатьσύνθετο θυμῷ βουλήν Hom. — он понял (данный ему) совет (ср. 10)10) med. (тж. σ. θυμῷ Hom. - ср. 9) внимать, принимать во внимание(ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο Hom.)
11) med. упорядочивать, приводить в порядок, устраивать(τὰ τῆς πόλεως Xen.)
12) преимущ. med. обусловливать, договариваться(ὅ συντεθεὴς χρόνος Plat.)
ξυνθέσθαι ναῦλον Xen. — договориться об оплате перевоза;συνθέσθαι εἰρήνην Isocr. — заключить мир;συντίθεσθαι συμμαχίαν Her. — заключать военный союз;συντίθεσθαί τινι μισθόν Plat. — уславливаться с кем-л. об оплате;ξυνθέσθαι φιλίαν Xen. — заключить договор о дружбе;ξυνθέσθαι τινί τι и τι πρός τινα Her. — войти в соглашение с кем-л. о чем-л.13) med. биться об заклад(πρός τινα Plut.)
14) med. обещать(ποιεῖν τι Pind., Xen., Plut.)
-
18 лемуры
-об πλθ. (ενκ. лемур -а α.).1. μορμώνες, βρυκόλακες (κατά τους Ρωμαίους).2. γαλεοπίθηκος, μάκης. -
19 матрона
-ы θ.ματρόνα, οικοδέσποινα (κατά τους Ρωμαίους). -
20 ἀπορράσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπορράσσω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek